- καταψεύδομαι
- καταψεύδομαι (AM)λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.)αρχ.1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.)2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ καταψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω», Δημοσθ.)3. παριστάνω ψευδώς, διαστρέφω, παραμορφώνω4. δίνω ψευδείς, εσφαλμένες πληροφορίες για κάποιον ή κάτι («καταψεύδεσθαι γένους», Αριστοτ.)5. (ως παθ.) (για σύγγραμμα) αποδίδομαι εσφαλμένα σε κάποιον, είμαι νόθος, ψευδεπίγραφος6. (ως παθ.) πλανώμαι, βρίσκομαι σε πλάνη, έχω άδικο7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεψευσμέναοι ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι αναληθείς ισχυρισμοί.
Dictionary of Greek. 2013.